-
1 Hecate
Ἑκάτη, ἡ.Temple of Hecate: Ἑκατεῖον, τό.Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Hecate
См. также в других словарях:
εκατήσιος — ἑκατήσιος, ία, ιον (Α) 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην Εκάτη 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ Ἑκατήσιον (και Ἑκάταιον ή Ἑκάτειον) ιερό άγαλμα τής Εκάτης … Dictionary of Greek